- καυλοπώλης
- καυλο-πώλης, ου, ὁ,A greengrocer, Critias Fr. 70 D., Poll.7.197.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καυλοπώλης — καυλοπώλης, ό (Α) ο λαχανοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «βλαστός» + πώλης (< πωλῶ)] … Dictionary of Greek
καυλοπῶλαι — καυλοπώλης greengrocer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek